ἀνταποδόσει

ἀνταποδόσει
ἀνταπόδοσις
giving back in turn
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀνταποδόσεϊ , ἀνταπόδοσις
giving back in turn
fem dat sg (epic)
ἀνταπόδοσις
giving back in turn
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μνησικακία — η (ΑΜ μνησικακία) [μνησίκακος] η ανάμνηση από κάποιον κακού που υπέστη, η οποία συνήθως συνοδεύεται από συναίσθημα μίσους και από έντονη επιθυμία για εκδίκηση («μνησικακία μνήμη παλαιῶν ἁμαρτημάτων ἐπὶ ἀνταποδόσει ὁμοίᾳ» Ευστ. Ποντ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”